Η συνεχής αύξηση της παχυσαρκίας τόσο παγκοσμίως όσο και στη χώρα μας, οι πολυδιάστατες επιπτώσεις της και η αμφίδρομη σχέση αλληλεπίδρασής της με τις κοινωνικές ανισότητες και την κλιματική αλλαγή απαιτούν συστημική, πολυεπίπεδη δράση, σε διεθνές επίπεδο, συντονισμένες μακροπρόθεσμες λύσεις και τη συνεργασία όλων, ήταν το μήνυμα που εξήχθη από την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνεδρία κατά την πρώτη μέρα της διοργάνωσης «Αντιμετώπιση της Επιδημίας της Παχυσαρκίας – Συνέδριο 2024». Τον συντονισμό της συνεδρίας είχε η Καθηγήτρια Παιδιατρικής-Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας του Ε.Κ.Π.Α. κ. Χριστίνα Κανακά-Gantenbein.
Δεδομένα για την παχυσαρκία στην Ελλάδα
Η κ. Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α., αφού πρώτα παρουσίασε συνοπτικά τον τρόπο καθορισμού του βάρους σώματος με βάση τον ΔΜΣ και την ταξινόμηση της παχυσαρκίας, τόνισε πως η παχυσαρκία, πέρα από τις όποιες συνέπειες έχει στην εμφάνιση και την υγεία μας, επηρεάζει σημαντικά και την επιβίωσή μας. Ιδιαίτερα στις υψηλότερες κατηγορίες του ΔΜΣ, εξήγησε, σε συνδυασμό με την ανθυγιεινή διατροφή και την καθιστική ζωή, εκτιμάται πως οδηγεί σε μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά 7 περίπου έτη, ενώ ο συνδυασμός παχυσαρκίας με το κάπνισμα μπορεί να αφαιρέσει ακόμη και 12 έτη ζωής από το προσδόκιμο επιβίωσης. Ο ΔΜΣ, πρόσθεσε η Καθηγήτρια, δεν είναι ωστόσο ο μοναδικός ανθρωπομετρικός δείκτης που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη, καθώς βασικό ρόλο στην επιβίωσή μας διαδραματίζουν και άλλοι σημαντικοί δείκτες, όπως η περίμετρος μέσης.
Παγκοσμίως, πάνω από 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι υπέρβαροι, εκ των οποίων 650 εκατομμύρια είναι παχύσαρκοι, συνέχισε η κ. Ψαλτοπούλου. Στην Ευρώπη, σύμφωνα με στοιχεία του 2019, 53% του πληθυσμού έχει υπερβαρότητα ή παχυσαρκία, ενώ στη χώρα μας το ποσοστό υπέρβαρων ή παχύσαρκων ατόμων ανέρχεται σε 58%, επισήμανε.
Το κάπνισμα και η παχυσαρκία αποτελούν σημαντικές πηγές ανησυχίας για τη δημόσια υγεία στην Ελλάδα, υπογράμμισε η κ. Ψαλτοπούλου, καθώς αυξάνουν σημαντικά το φορτίο νοσηρότητας και θνητότητας του πληθυσμού. Οι παράγοντες κινδύνου για παχυσαρκία είναι πολλοί, γενετικοί, κοινωνικοοικονομικοί και συμπεριφορικοί, παρατήρησε η ομιλήτρια, και προσδιοριστές της παχυσαρκίας εντοπίζονται παντού, στην οικογένεια, το σχολικό περιβάλλον και την κοινωνία, ακόμη και στην ενδομήτριο ζωή.
Σαφώς, η παιδική παχυσαρκία αποτελεί σημαντική διάσταση του προβλήματος, καθώς, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας συστηματικής ανασκόπησης και μετα-ανάλυσης, το 55% περίπου των παχύσαρκων παιδιών συνεχίζουν να είναι παχύσαρκα στην εφηβεία και το 80% περίπου των παχύσαρκων εφήβων θα εξακολουθούν να είναι παχύσαρκοι στην ενήλικη ζωή τους.
Προκειμένου να μπορέσουμε να έχουμε, ωστόσο, αποτελεσματική διαχείριση της παχυσαρκίας σε επίπεδο πληθυσμού, είναι πολύ σημαντικό η πολιτεία να ορίσει την παχυσαρκία ως νόσο, υπογράμμισε η κ. Ψαλτοπούλου. Η μείωση και η πρόληψη της παχυσαρκίας στα παιδιά και τους εφήβους, αλλά και η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας στον ενήλικο πληθυσμό, όπως ανέφερε, απαιτούν πολυδιάστατες πολιτικές δημόσιας υγείας, με εθνικές οδηγίες, ρυθμίσεις στα τρόφιμα, συμπεριφορικές παρεμβάσεις για τους παράγοντες κινδύνου, καθώς και παρεμβάσεις στο σχολικό περιβάλλον.
Τι θα συμβεί αν συνεχίσει να αυξάνεται ο επιπολασμός της παχυσαρκίας;
Διαχρονικά, τις τελευταίες δεκαετίες, από το 1975 έως σήμερα, ο επιπολασμός της παχυσαρκίας έχει αυξηθεί σημαντικά τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, ανέφερε ο κ. Ηλίας Κυριόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο Τμήμα Πολιτικής Υγείας του London School of Economics and Political Science. Στις γυναίκες έχει σχεδόν τριπλασιασθεί, από 7% σε 19%, και στους άνδρες έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από τέσσερις φορές, από 3% σε 14%. Επιπλέον, κατά τις δεκαετίες αυτές έχει καταγραφεί επίσης πολύ μεγάλη αύξηση στα ποσοστά παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους ηλικίας 5-19 ετών, τα οποία έχουν σχεδόν δεκαπλασιασθεί από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα. Στη χώρα μας, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, 2 στους 3 άνδρες και 50% των γυναικών είναι άτομα με υπερβαρότητα ή παχυσαρκία, ποσοστά που υπερβαίνουν τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Ασφαλώς, η αύξηση αυτή του παγκόσμιου επιπολασμού της παχυσαρκίας έχει επιπτώσεις και στα οικονομικά των συστημάτων υγείας, παρατήρησε ο ομιλητής. Ένα σημαντικό ποσοστό των δαπανών υγείας για αρκετά νοσήματα οφείλεται στην παχυσαρκία και, εάν ο επιπολασμός της παχυσαρκίας συνεχίσει να αυξάνεται, εκτιμάται πως σε λίγες δεκαετίες η χώρα θα δαπανά το 9% του προϋπολογισμού υγείας σε νοσήματα που σχετίζονται με την παχυσαρκία και την υπερβαρότητα. Η παχυσαρκία φαίνεται πως σχετίζεται με πάνω από 70% της δαπάνης για τον διαβήτη, περίπου 20% της δαπάνης για τα καρδιαγγειακά νοσήματα και 10% της δαπάνης για τον καρκίνο, εξήγησε ο κ. Κυριόπουλος.
Η παχυσαρκία επηρεάζει ωστόσο όχι μόνο τα οικονομικά του συστήματος υγείας, αλλά και το ευρύτερο δημοσιονομικό και μακροοικονομικό περιβάλλον. Οδηγεί σε διάφορα νοσήματα, που αυξάνουν μεν τη δαπάνη υγείας και προκαλούν δημοσιονομική πίεση, αλλά επιπλέον επηρεάζουν και μια σειρά από μεταβλητές, εξήγησε ο Καθηγητής, όπως τη σύνθεση και το μέγεθος του πληθυσμού, την αγορά εργασίας και τη συμμετοχή του πληθυσμού σε αυτήν, καθώς και διάφορους δείκτες παραγωγικότητας, επηρεάζοντας κατά συνέπεια και την εξέλιξη του ΑΕΠ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η υπερβαρότητα και η παχυσαρκία θα οδηγήσουν από το 2020 έως το 2050 σε μία μείωση 3% κατά μέσο όρο του ΑΕΠ, ενώ επιπλέον το οικονομικό κόστος της παχυσαρκίας αναμένεται να αυξηθεί πάρα πολύ έως το 2060, κυρίως στις υψηλού και μεσαίου εισοδήματος χώρες.
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, οι βασικότεροι παράγοντες που ευθύνονται για την αύξηση της παχυσαρκίας είναι η τεχνολογική αλλαγή και οι συνακόλουθες αλλαγές στην αγορά εργασίας, επισήμανε ο κ. Κυριόπουλος. Στη σημερινή εποχή είναι πλέον πιο εύκολο να καταναλώσεις θερμίδες και πιο δύσκολο να ασκηθείς, ανέφερε, και τόνισε την ανάγκη για σύνθετες, διατομεακές παρεμβάσεις, που θα καλύπτουν όλο το φάσμα των αιτιών της παχυσαρκίας.
Παχυσαρκία, κοινωνικές ανισότητες και κλιματική αλλαγή
Η συνεδρία ολοκληρώθηκε με την εισήγηση της κ. Αριάδνης Καπετανάκη, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο του York του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία αναφέρθηκε στην ανάγκη αντιμετώπισης της παχυσαρκίας στο πλαίσιο των κοινωνικών ανισοτήτων και της κλιματικής αλλαγής, με μία συστημική προσέγγιση και συντονισμένες παρεμβάσεις.
Το γεγονός πως καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει μπορέσει ακόμη να ανακόψει την αύξηση των επιπέδων της παχυσαρκίας, σύμφωνα με τον στόχο που έχει τεθεί από τον ΠΟΥ για το 2025, επισήμανε η Καθηγήτρια, οφείλεται στο ότι υπάρχουν βαθύτερα συστημικά προβλήματα, δομικά προβλήματα, προβλήματα διακυβέρνησης, τα οποία έχουν να κάνουν με τις πολιτικές, το οικονομικό σύστημα και τις κοινωνικές δομές που διαμορφώνουν συγκεκριμένα συστήματα, όπως το σύστημα τροφίμων και μεταφορών, τη χρήση της γης και τον σχεδιασμό πόλεων. Τα συστήματα αυτά με τη σειρά τους επηρεάζουν του περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς παράγοντες που οδηγούν σε τρεις ουσιαστικά πανδημίες: τη διατροφική ανασφάλεια, την κλιματική αλλαγή και την παχυσαρκία. Επομένως, στην πραγματικότητα σήμερα αντιμετωπίζουμε μία παγκόσμια συνδημία που αποτελείται από τις τρεις αυτές πανδημίες, υπογράμμισε η ομιλήτρια. Τα τρία αυτά προβλήματα έχουν κοινές αιτίες, εξήγησε η κ. Καπετανάκη, επομένως για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους απαιτείται η υιοθέτηση μίας συστημικής προσέγγισης που θα περιλαμβάνει τολμηρές, σύνθετες και συντονισμένες λύσεις και κοινές μακροπρόθεσμες δράσεις σε διεθνές επίπεδο και όχι αποσπασματικές και βραχυπρόθεσμες λύσεις.
Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της παγκόσμιας συνδημίας, τη λύση μπορούν να προσφέρουν δράσεις με διπλά και τριπλά οφέλη, συνέχισε η ομιλήτρια, δράσεις που θα έχουν δηλαδή θετικά αποτελέσματα και στις τρεις συνιστώσες της συνδημίας. Είναι επομένως σημαντικό όταν δημιουργούνται πολιτικές, για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και των υπόλοιπων πανδημιών, να μελετάται το κατά πόσο μπορούν να υπάρξουν συνέργειες, ώστε να έχουμε καλύτερες, πιο αποτελεσματικές και ενδεχομένως πιο οικονομικές λύσεις.
Οι τρεις φορείς που μπορούν σε συνεργασία να φέρουν την αλλαγή είναι οι κυβερνήσεις, οι πολίτες και οι εταιρείες, επισήμανε η κ. Καπετανάκη. Οι εθνικές κυβερνήσεις μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος μέσω της δημιουργίας ενός βιώσιμου συστήματος τροφίμων που να παράγει υγιεινά, προσιτά και φιλικά προς το περιβάλλον τρόφιμα, της έναρξης ανοικτού διαλόγου με τους πολίτες κατά τη διαμόρφωση πολιτικών, καθώς και της συνεργασίας με επιχειρήσεις για τη δημιουργία νέων/καινοτόμων επιχειρηματικών μοντέλων που να εστιάζουν στην υγεία του πολίτη και όχι μόνο στη μεγιστοποίηση των κερδών. Για να γίνουν όλα αυτά, συνέχισε η ομιλήτρια, προφανώς χρειάζεται επιτάχυνση των δράσεων για τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης, που θα πρέπει ασφαλώς να περιλαμβάνουν πολιτικές μείωσης των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Η τοπική αυτοδιοίκηση θα μπορούσε να συμβάλει μέσω της επένδυσης σε υποδομές για τις δημόσιες συγκοινωνίες και την ενεργή μετακίνηση, της δημιουργίας αστικών συστημάτων τροφίμων και της συμμετοχής σε διεθνή δίκτυα πόλεων ώστε να μοιράζονται πόρους και καινοτόμες στρατηγικές. Από την πλευρά τους, οι πολίτες και οι ΜΚΟ θα πρέπει να δημιουργήσουν «συμμαχίες» και να ασκούν πιέσεις για κατάλληλες πολιτικές σε όλα τα επίπεδα, να έχουν συστήματα παρακολούθησης της εφαρμογής των πολιτικών και της ευθύνης των εταιρειών, αλλά και να οργανώνουν δράσεις με πολλαπλά ταυτόχρονα οφέλη.